κρήθεν

κρήθεν
κρῆθεν (Α)
επίρρ. από το κεφάλι, από την κορυφή, από πάνω («δένδρεα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμ. ως κατὰ κρῆθεν, που πιθ. έχει προέλθει από τη φρ. κατ' ἄκρηθεν (< ἄκρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”